Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ο κρίνος

См. также в других словарях:

  • κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… …   Dictionary of Greek

  • κρίνος — ο το φυτό και το άνθος κρίνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρίνος — κρίνον white lily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγάπανθος — (agapanthus).Ποώδη φυτά της νότιας Αφρικής που ανήκουν στην οικογένεια των λιλιιδών. Τα φύλλα τους είναι ταινιόμορφα. Τα άνθη έχουν χρώμα μπλε, βαθυκόκκινο μπλε ή άσπρο και βρίσκονται στην κορυφή ενός στελέχους. H ρίζα είναι σαρκώδης ή κονδυλώδης …   Dictionary of Greek

  • κρίνα — κρίνα, ἡ (Μ) κρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Neo-Nazism — Part of a series on Nazism …   Wikipedia

  • Krinos, Achaea — Krinos (Greek: Κρίνος) is a Greek village located 35 km southwest of Patras and about 60 km northeast of Pyrgos. Mataragka had a population of 326 in 2001 for the village. Mataragka is also in the municipality of Larissos since the late 1990s.… …   Wikipedia

  • Krinos — (Greek: Κρίνος) may refer to:*Krinos Foods, a company based in North America that includes the United States that serves Greek filo and coffee *Krinos, a village in the Achaea prefecture *Krinos, a settlement in the Serres Prefecture …   Wikipedia

  • βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …   Dictionary of Greek

  • εριοφόρος — ο (AM ἐριοφόρος, ον) αυτός που φέρει ή παράγει έριο ή ουσία όμοια με έριο νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εριοφόρο γένος φυτών τής οικογένειας τών κυπειρωδών 2. φάρμακο το οποίο δίνεται για την καταπολέμηση σκουληκιών που αναπτύσσονται στα έντερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»